- μονορρύθμους
- μονόρρυθμοςof solitary kindmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόρρυθμος — μονόρρυθμος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος 2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο) * +… … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek